- μητιάω
- μητιάω (μῆτις), 3 pl. μητιόωσι, part. μητιόωσα, μητιόωντες, mid. pres. μητιάασθε, ipf. μητιόωντο: deliberate, conclude, devise, abs., and w. acc., βουλάς, νόστον, κακά τινι, Υ 1, Od. 6.14; mid., debate with oneself, consider, Il. 22.174, Il. 12.17.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.